- πεντάπεδος
- πεντά-πεδος, ον,A five feet long,
θριγκοί IG7.3073.75
(Lebad.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριγκοί IG7.3073.75
(Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε ποδών, ο πεντάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πεδος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. οκτά πεδος] … Dictionary of Greek